- ασίκικος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που έχει σχέση με τον ασίκη, λεβέντικος: Το φέρσιμό του ήταν πάντα ασίκικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασίκικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ασίκη, ο κομψός, ο χαριτωμένος, ο λεβέντικος («ασίκικος χορός», «ασίκικο μουστάκι») 2. επίρρ. ασίκικα (φρ., «φέρνεται ασίκικα») … Dictionary of Greek